Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακούμπισμα
1 εγγραφή
ακούμπισμα το [akúmbizma] & ακούμπημα το [akúmbima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ακουμπώ, το άγγιγμα: Tο ακούμπισμά του της έφερνε αηδία. || Mικρό τραπεζάκι δίπλα στο γραφείο για ~ των βιβλίων.

[μσν. ακούμπισμα (γραφή: -μβ-) < ακουμπισ- (ακουμπίζω) -μα· ακουμπη- (ακουμπώ) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες