Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακουμπιστήρι το [akumbistíri] Ο44 : (προφ.) το πράγμα πάνω στο οποίο ακουμπάμε, στηριζόμαστε: Kρατούσε ένα στραβό κλαρί γι΄ ~, μπαστούνι. Γι΄ ~ τον πήρες κι έπεσες πάνω του;
[μσν. ακουμπιστήριον (γρα φή: -μβ-) < ακουμπισ- (ακουμπίζω) -τήριον > -τήρι]



