Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ακετόνη η [aketóni] Ο30 : (χημ.) υγρό άχρωμο, εύφλεκτο, με ιδιάζουσα οσμή, που χρησιμοποιείται στη χημική βιομηχανία· ασετόν.
[λόγ. < γαλλ. acétone (-one = -όνη) (ορθογρ. δαν., δες και ακετύλιο)]