Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ακετόνη
1 item total
ακετόνη η [aketóni] Ο30 : (χημ.) υγρό άχρωμο, εύφλεκτο, με ιδιάζουσα οσμή, που χρησιμοποιείται στη χημική βιομηχανία· ασετόν.

[λόγ. < γαλλ. acétone (-one = -όνη) (ορθογρ. δαν., δες και ακετύλιο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go