Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακαταστασία η [akatastasía] Ο25 : η ιδιότητα του ακατάστατου. 1α. η έλλειψη τάξης σε ένα χώρο. ANT τάξηI1α: Στο δωμάτιό του επικρατεί μια απερίγραπτη ~, τίποτε δεν είναι στη θέση του. Mε ενοχλεί πολύ η ~ της. || (προφ., κυρ. πληθ.) για πράγματα ακατάστατα ριγμένα εδώ και εκεί: Mάζεψε αυτές τις ακαταστασίες. β. η έλλειψη ομαλού ρυθμού ή προγράμματος: H ~ στις ώρες του ύπνου και του φαγητού βλάπτει τον οργανισμό. Tο σχολείο δε λειτουργεί ομαλά, υπάρχει μεγάλη ~ στο πρόγραμμα. 2. (για μετεωρολογικές συνθήκες) αστάθεια: H ~ του καιρού έβλαψε τις καλλιέργειες.
[λόγ. < ελνστ. ἀκαταστασία `ανασφάλεια, αναρχία΄ σημδ. γαλλ. désordre & γερμ. Unordnung]



