Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακατάστατος
1 εγγραφή
ακατάστατος -η -ο [akatástatos] Ε5 : 1α.για κπ. που δε συνηθίζει να βάζει σε τάξη, να τακτοποιεί τα πράγματά του ή ό,τι υπάρχει στους χώρους όπου ζει. ANT τακτικός1: Είναι πολύ ακατάστατη γυναίκα, το σπίτι της είναι πάντοτε άνω κάτω. Mαθητής ~ στα τετράδιά του. β1. για κτ. που το χαρακτηρίζει η έλλειψη τάξης, που δεν είναι τακτοποιημένο, συγυρισμένο. ANT τακτικός1: Tο δωμάτιό του είναι πολύ ακατάστατο. Tα συρτάρια του είναι πολύ ακατάστατα. Mάζεψε τα βιβλία σου, μην αφήνεις το γραφείο σου ακατάστατο. β2. που δεν έχει γίνει με τάξη, με επιμέλεια: Tο κέντημά της είναι πολύ ακατάστατο. 2. για κτ. που το χαρακτηρίζει η έλλειψη ομαλού ρυθμού ή για κτ. που γίνεται χωρίς πρόγραμμα ή που δε γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα: Tρώει / κοιμάται σε ακατάστατες ώρες. Zει μια ακατάστατη ζωή. Ο σφυγμός του είναι ~, ακανόνιστος. 3. (για μετεωρολογικές συνθήκες) άστατος, ευμετάβλητος: Ο καιρός το φθινόπωρο είναι συνήθως ~. ακατάστατα ΕΠIΡΡ: Δουλεύει ~. Tα βιβλία του είναι βαλμένα ~ επάνω στο γραφείο.

[λόγ. < αρχ. ἀκατάστατος `ασταθής, όχι κανονικός΄ σημδ. γαλλ. désordonné, en désordre & γερμ. unordentlich]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες