Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακανάκευτος
1 εγγραφή
ακανάκευτος -η -ο [akanákeftos] Ε5 : (οικ.) που δεν τον κανάκεψαν, δεν του έδειξαν τρυφερότητα και στοργή: Ήταν ορφανό παιδί, ακανάκευτο.

[α- 1 κανακεύ(ω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες