Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιτών
1 εγγραφή
αιτών ο [etón] θηλ. αιτούσα [etúsa] Ο : (λόγ.) αυτός που ζητά κτ. (σε αίτηση πριν από το όνομα εκείνου που την υπογράφει).

[λόγ. < αρχ. αἰτῶν, μεε. του αἰτῶ `ζητώ΄ σημδ. γαλλ. réquerant· λόγ. < αρχ. αἰτοῦσα, θηλ. του αἰτῶν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες