Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιτούμαι
1 εγγραφή
αιτούμαι [etúme] Ρ10.9β : (λόγ.) ζητώ κτ. για τον εαυτό μου.

[λόγ. < αρχ. αἰτοῦμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες