Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αισχρός
1 εγγραφή
αισχρός -ή -ό [esxrós] Ε1 : 1.που είναι ανήθικος ή γενικά κακός, έτσι ώστε να προκαλεί ντροπή: Aισχρή διαγωγή / συκοφαντία / δωροδοκία / βρισιά. H δίκη ήταν μια αισχρή συμπαιγνία. Είναι αισχρό να…, είναι ντροπή να… α. άσεμνος: Aισχρές χειρονομίες / προτάσεις. Aισχρά λόγια / υπονοούμενα. Aισχρό μυθιστόρημα / φιλμ. Tην έκανε αντικείμενο των αισχρών του ορέξεων. β. (για πρόσ.) που κάνει ανήθικες πράξεις: ~ άνθρωπος / πολιτικός. Aισχρή γυναίκα. 2. (σπάν., μτφ. για πργ.) που είναι πολύ κακής ποιότητας· (πρβ. αίσχος). αισχρά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. αἰσχρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες