Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αισχρόλογο
2 εγγραφές [1 - 2]
αισχρόλογο το [esxróloγo] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : η αισχρολογία: Οι κακές παρέες τού έμαθαν και τα αισχρόλογα.

[λόγ. αισχρο- + -λογο]

αισχρολόγος -α -ο [esxrolóγos] Ε4 : (για πρόσ.) που αισχρολογεί: ~ άνθρωπος / συγγραφέας. Aισχρολόγοι αλήτες.

[λόγ. < ελνστ. αἰσχρολόγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες