Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιμοβόρος
1 εγγραφή
αιμοβόρος -α -ο [emovóros] Ε4 : 1.(για σαρκοφάγο ζώο) που του αρέσει να ρουφάει το αίμα της λείας του: H τίγρη, η λεοπάρδαλη, ο λύκος είναι ζώα αιμοβόρα. 2. (μτφ., ιδ. για πρόσ.) α. που του αρέσει να χύνεται αίμα, να σκοτώνονται δηλαδή άνθρωποι ή ζώα: Ένας ~ άνθρωπος. Tαυρομαχίες που τέρπουν τα αιμοβόρα ένστικτα του πλήθους. β. πολύ σκληρός, απάνθρωπος: Ένας ~ τύραννος.

[λόγ. < αρχ. αἱμοβόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες