Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιμοβόρικος
1 εγγραφή
αιμοβόρικος -η -ο [emovórikos] Ε5 : αιμοβόρος.

[αιμοβόρ(ος) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες