Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιγο- [eγo] & αιγό- [eγó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το λόγιο ουσ. αίγα ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στην κατσίκα, τη γίδα· (πρβ. γιδο-). 1. σε αντικειμενικά σύνθετα ουσιαστικά: ~τρόφος, ~βοσκός. 2. σε κτητικά σύνθετα επίθετα: αιγόμορφος.
[λόγ. < αρχ. αἰγο- < θ. αἰγ- του ουσ. αἴξ `κατσίκα΄ (δες γίδα, αίγα) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. αἰγο-πρόσωπος, ελνστ. αἰγο-βοσκός]



