Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθόρυβος
1 εγγραφή
αθόρυβος -η -ο [aθórivos] Ε5 : που δεν είναι θορυβώδης. 1. που δε δημιουργεί θόρυβο: Aθόρυβο μηχάνημα / ψυγείο / βήμα. ~ ανεμιστήρας. 2. που δεν επιδιώκει να προκαλέσει το ενδιαφέρον των άλλων: Aθόρυβη ζωή. Aθόρυβη αλλά δημιουργική εργασία. Nομιμοποίησαν τις σχέσεις τους με έναν αθόρυβο γάμο. αθόρυβα ΕΠIΡΡ: Πλησίασε ~ το φρουρό και τον μαχαίρωσε. Έζησε τίμια και ~.

[λόγ. α- 1 θόρυβ(ος) -ος μτφρδ. αγγλ. noiseless (διαφ. το συγγ. αρχ. ἀθόρυβος `ατάραχος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες