Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αθροίζω [aθrízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(για αριθμούς ή ποσότητες) προσθέτω και βρίσκω το άθροισμα: Aθροίζονται τα επί μέρους ποσά. 2. (μτφ., ιδ. για αφηρ. έννοιες) τις συγκεντρώνω και σχηματίζω μ΄ αυτές ένα ενιαίο σύνολο: Ο Παλαμάς αθροίζει μέσα του κι εκφράζει την κάθε δύναμη κι αδυναμία του έθνους μας.
[λόγ. < αρχ. ἀθροίζω `συγκεντρώνω΄ σημδ. αγγλ. sum, sum up]



