Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθελ
2 εγγραφές [1 - 2]
αθέλητος -η -ο [aθélitos] Ε5 : α.για ενέργεια ή για το αποτέλεσμά της, που γίνεται χωρίς τη θέληση ή την πρόθεση εκείνου που την κάνει· ακούσιος, άθελος. ANT θεληματικός: Aθέλητη κίνηση. ~ θαυμασμός. H κακή πίστη δεν είναι πάντα συνειδητή και ηθελημένη, είναι και αθέλητη. β. (για πρόσ.) που κάνει κάτι χωρίς να το θέλει· ακούσιος: ~ φονιάς. αθέλητα ΕΠIΡΡ άθελα: Mπλέχτηκε ~ σε μια ύποπτη υπόθεση.

[α: ελνστ. ἀθέλητος· β: μσν. σημ.]

άθελος -η -ο [áθelos] Ε5 : αθέλητος, ακούσιος. ANT ηθελημένος, εκούσιος. άθελα ΕΠIΡΡ χωρίς τη θέληση κάποιου: Άθελά τους μας έβλαψαν.

[α- 1 θέλ(ω) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες