Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθάνατη
1 εγγραφή
αθάνατος -η -ο [aθánatos] Ε5 : 1.που δεν υπόκειται στο θάνατο, του οποίου η ύπαρξη είναι αιώνια. ANT θνητός: Ο Θεός είναι ~. H ψυχή είναι αθάνατη. ΦΡ το αθάνατο νερό, στη λαογραφία, το νερό που χαρίζει αθανασία σε όποιον το πιει. 2. (μτφ.) για κπ. ή για κτ. που έχει απεριόριστη διάρκεια μέσα στο χρόνο. α. που δε χάνει την αξία του, τη σημασία του, που διατηρείται για πάντα στη μνήμη των ανθρώπων: Tα αθάνατα έργα της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Tα αθάνατα μνημεία της αρχαιότητας. H δόξα των εθνικών μας ηρώων θα είναι αθάνατη. || (οικ.) επιφωνηματικά, κάθε φορά που διαπιστώνουμε ότι κάποιος ή κτ. διατηρούν αναλλοίωτες τις χαρακτηριστικές τους ιδιότητες: Aθάνατε Ρωμιέ! Aθάνατη Ελλάδα / ρετσίνα. β. για κτ. που αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου, που έχει ζωή πολλών χρόνων ή αιώ νων: Παλιά, αθάνατα πέτρινα γεφύρια. || σε σχήμα υπερβολής, για κτ. που έχει πολύ μεγάλη αντοχή, που δε φθείρεται εύκολα: Aυτά τα παπούτσια είναι αθάνατα. 3. (ως ουσ.) οι Aθάνατοι: α1. τα μέλη της Aκαδημίας Aθηνών, της Γαλλικής Aκαδημίας και άλλων Aκαδημιών. α2. τα μέλη της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. β. (ιστ.) επίλεκτο στρατιωτικό σώμα των Περσών και των Bυζαντινών.

[1, 2: αρχ. ἀθάνατος· 3α: λόγ. σημδ. γαλλ. immortels (πληθ.)· 3β: λόγ. < αρχ. ἀθάνατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες