Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αερογέφυρα η [aerojéfira] Ο27 : 1.σύστημα οργάνωσης έκτακτων αεροπορικών μεταφορών: Xιλιάδες στρατιώτες μεταφέρθηκαν μέσο γιγαντιαίας αερογέφυρας στον Περσικό κόλπο. 2. γέφυρα πάνω από δρόμο, σιδηροδρομική γραμμή κτλ.
[λόγ. αερο- + γέφυρα μτφρδ. γερμ. Luftbrücke]