Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αερικό
3 εγγραφές [1 - 3]
αερικό το [aerikó] & αγερικό το [ajerikó] Ο38 : κατά τις λαϊκές παραδόσεις, πνεύμα, συνήθ. κακοποιό, που προξενεί στους ανθρώπους ψυχικές (και σωματικές) παθήσεις· (πρβ. στοιχειό, ξωτικό, ξωθιά, νεράιδα): Λένε πως είναι μαγεμένο σπίτι, πως το ΄χτισαν ξωθιές κι αερικά. Tον βρήκε ~ κι έχασε τη λαλιά του. || το πνεύμα που ακολουθεί κάθε άνθρωπο· η μοίρα: Tο ΄χει τ΄ ~ του.

[μσν. αερικό(ν), *αγερικόν < αέρ(ας), αγέρ(ας) -ικόν, ουδ. του -ικός (διαφ. το ελνστ. ἀερικός `που μοιάζει με αέρα΄)]

αερικός 1 -ή -ό [aerikós] Ε1 : που αναφέρεται στα αέρια: Aερικό θερμόμετρο.

[λόγ. αέρ(ιον) -ικός]

αερικός 2 -ή -ό : (λαϊκότρ.) που αναφέρεται στον αέρα, ευάερος. || (ως ουσ.) το αερικό*, η αερική*.

[αέρ(ας) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες