Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδράχτι το [aδráxti] Ο44 : 1.το επίμηκες κυλινδρικό ξύλο στο οποίο τυλίγεται το νήμα που παράγεται κατά το γνέσιμο του μαλλιού: H ρόκα και τ΄ ~. Γεμίζω / τυλίγω τ΄ ~. || το αντίστοιχο εξάρτημα κλωστικής μηχανής· άτρακτος: Kλωστήριο βάμβακος με 21.000 αδράχτια. 2α. (τεχν.) περιστρεφόμενος άξονας ή κοχλίας διάφορων μηχανημάτων· άτρακτος. β. (ναυτ.) ο κορμός της άγκυρας.
[μσν. αδράχτι < αδράκτι (ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ) < ελνστ. ἀδράκτιον υποκορ. του ἄδρακτος < αρχ. ἄτρακτος]