Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδογμάτιστος
1 εγγραφή
αδογμάτιστος -η -ο [aδoγmátistos] Ε5 : που δε δογματίζει, που δεν είναι δογματικός: Σκέψεις ελεύθερες και αδογμάτιστες. αδογμάτιστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < μσν. αδογμάτιστος < ελνστ. *ἀδογμάτιστος (πρβ. ελνστ. επίρρ. ἀδογματίστως)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες