Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδικία
1 εγγραφή
αδικία η [aδikía] Ο25 : 1.ενέργεια ή συμπεριφορά που παραβιάζει το θεσμικό ή φυσικό δίκαιο: Είναι μεγάλη / κραυγαλέα ~. 2. πράξη αντίθετη προς το δίκαιο από ηθική άποψη· το άδικο: Kάνω / επανορθώνω μια ~.

[λόγ. < αρχ. ἀδικία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες