Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδιερεύνητος -η -ο [aδierévnitos] Ε5 : που δεν έχει διερευνηθεί, που δεν είναι διερευνημένος: Ο ~ ψυχικός κόσμος του ανθρώπου. Οι αδιερεύνητες περιοχές του υποσυνειδήτου. || (μαθημ.): Aδιερεύνητη εξίσωση / συνάρτηση / παράσταση. Aδιερεύνητο σύνολο.
αδιερεύνητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀδιερεύνητος]



