Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδιαλλαξία η [aδialaksía] Ο25 : άρνηση, απροθυμία για κάθε είδους συμβιβασμό, συνεννόηση ή υποχώρηση. ANT διαλλακτικότητα: Οι διαπραγματεύσεις καθυστερούν εξαιτίας της αδιαλλαξίας των αντιπάλων. Πολιτική αδιαλλαξίας, πολιτική των άκρων. || φανατισμός. ANT μετριοπάθεια: Θρησκευτική ~. ~ και φαρισαϊσμός χαρακτήριζαν τις πράξεις τους.
[λόγ. αδιάλλακ(τος) -σία]



