Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδιαθεσία η [aδiaθesía] Ο25 : ελαφρά διαταραχή της υγείας, με ήπια συμπτώματα: Mια ~ με κράτησε δύο μέρες στο κρεβάτι. Ξαφνικά αισθάνθηκε μια ~, δυσφορία, ζάλη κτλ. || η μηνιαία ~, η εμμηνόρροια, η περίοδος.
[λόγ. αδιάθε(τος) 1 -σία μτφρδ. γαλλ. indisposition]



