Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδέλφωση
1 εγγραφή
αδέλφωση η [aδélfosi] Ο33 : συναδέλφωση· αδέρφωμα.

[λόγ. αδελφω- (δες αδελφώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες