Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδέλφι
3 εγγραφές [1 - 3]
αδελφικός -ή -ό [aδelfikós] & αδερφικός -ή -ό [aδerfikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στα αδέλφια και στις μεταξύ τους σχέσεις: H αδελφική αγάπη είναι πολύ δυνατή. Οι αδερφικές συγκρούσεις είναι καμιά φορά πολύ έντονες. || Aδελφική περιουσία, που ανήκει σε αδελφό ή σε αδελφούς. 2. για πολύ θερμά φιλικά συναισθήματα, σαν αυτά που έχουν τα αδέλφια μεταξύ τους: Συνδέομαι μαζί του με αδελφική αγάπη / με αδελφική φιλία. Είναι αδελφικοί φίλοι, πολύ στενοί φίλοι. Σου στέλνω τους αδελφικούς χαιρετισμούς μου. αδελφικά & αδερφικά ΕΠIΡΡ: Συνδέονται ~.

[αρχ. ἀδελφικός· τροπή [lf > rf] κατά το αδελφός > αδερφός]

αδελφικότητα η [aδelfikótita] Ο28 : η θερμή σχέση που συνδέει τα αδέλφια ή αυτούς που αγαπιούνται σαν αδέλφια.

[λόγ. αδελφικ(ός) -ότης > -ότητα]

αδέρφι το [aδérfi] & αδέλφι το [aδélfi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : 1.αδελφός, χωρίς διάκριση φύλου: Είναι τρία αδέρφια, ένα αγόρι και δύο κορίτσια. Ο Γιάννης και ο Γιώργος / ο Γιάννης και η Mαρία είναι αδέλφια. Mοιάζουν σαν αδέρφια, πάρα πολύ. || (προφ. στο εν.): Tι κάνει τ΄ ~ σου; 2. αδελφός: Όλοι οι άνθρωποι / οι χριστιανοί / οι Έλληνες είμαστε αδέλφια. Πρέπει να βοηθήσουμε τ΄ αδέρφια μας, τους ξεριζωμένους Έλληνες που υποφέρουν. Εμπρός, αδέρφια, να δουλέψουμε όλοι μαζί για τον τόπο μας. αδερφάκι το & αδελφάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α.

[μσν. αδέρφι(ν) < αδέλφι(ν) (τροπή [lf > rf] κατά το αδελφός > αδερφός)· μσν. αδέλφι(ν) < ελνστ. ἀδέλφιον υποκορ. του αρχ. ἀδελφός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες