Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριοβούβαλος
1 εγγραφή
αγριοβούβαλος ο [aγriovúvalos] Ο20 & αγριοβούβαλο το [aγriovúvalo] Ο41 : άγριο βουβάλι.

[αγριο- + βούβαλος· αγριο- + βουβάλ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες