Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγρίμι το [aγrími] Ο44 : 1.ονομασία των τετράποδων θηλαστικών ζώων που ζουν σε άγρια κατάσταση: Tα αγρίμια του βουνού και του δάσους. Tα πεινασμένα αγρίμια τριγύριζαν τη λεία. Tο κυνηγημένο ~ κρύφτηκε γρήγορα στη φωλιά του. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός για άνθρωπο ακοινώνητο, δύστροπο ή ανυπότακτο, ατίθασο.
[μσν. αγρίμι(ν) < ελνστ. πληθ. τά ἀγριμαῖα `ζώα που αποτελούν αντικείμενο άγρας΄ (σύγκρ. ψοφίμι)]



