Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκαλά
1 εγγραφή
αγκαλά [aŋgalá] σύνδ. αντιθ. : (λογοτ., παρωχ.) (συνήθ. ~ και) εισάγει δευτερεύουσα πρόταση που έρχεται σε αντίθεση με την κύρια· αν και, μολονότι: Mια αναμφισβήτητη, ~ και καθυστερημένη, μαρτυρία. Ξαφνιάστηκα σαν τ΄ άκουσα, ~ και ήξερα πως θα γινόταν κάτι τέτοιο.

[μσν. αγκαλά < φρ. αν καλά (και)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες