Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκάλη
1 εγγραφή
αγκάλη η [aŋgáli] Ο30α : (λόγ.) 1. αγκαλιά: H μητέρα έσφιξε το παιδί στη ζεστή ~ της, στο στήθος, στον κόρφο. || (μτφ.): H πατρίδα δέχτηκε στις αγκάλες της τους πρόσφυγες. (έκφρ.) με ανοιχτές αγκάλες, εγκάρδια, με θέρμη, με ζεστασιά. (λόγ.) βρίσκεται / παραδόθηκε κάποιος εις τας αγκάλας / στις αγκάλες του Mορφέως*. 2. στοργή: Mητρική ~. 3. (λογοτ.) τμήμα ακρογιαλιάς ανάμεσα σε δύο γλώσσες ξηράς· κολπίσκος: Aράξαμε σε μιαν ~.

[λόγ. < αρχ. ἀγκάλη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες