Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγιογδύτης
1 εγγραφή
αγιογδύτης ο [ajoγδítis & ajioγδítis] Ο10 θηλ. αγιογδύτισσα [ajoγδítisa & ajioγδítisa] Ο27 : 1.άρπαγας, κλέφτης, που μπορεί να κλέψει και ιερά αντικείμενα από εκκλησίες· ιερόσυλος. 2. ως υβριστικός χαρακτηρισμός προσώπου που χρησιμοποιεί αδίστακτα κάθε μέσο για να αποσπάσει χρήματα, αισχροκερδής, στυγνός εκμεταλλευτής: Έπεσαν σε έναν αγιογδύτη δικηγόρο, που τους εξαπατούσε και τους έτρωγε τα λεφτά.

[αγιο- + γδύ(νω) -της· αγιογδύτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες