Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγελαδινός -ή -ό [ajelaδinós] & γελαδινός -ή -ό [jelaδinós] Ε1 : που προέρχεται από την αγελάδα: Aγελαδινό βούτυρο / γάλα / γιαούρτι / τυρί.
[λόγ. αγελαδ- (δες αγελάδα) -ινός· αποβ. του αρχικού άτ. φων. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το αγελάδα > γελάδα]



