Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγειολογία
2 εγγραφές [1 - 2]
αγγειολογία 1 η [angiolojía] Ο25 : κλάδος της αρχαιολογίας που μελετά τα αγγεία.

[λόγ. αγγειο- 2 + -λογία]

αγγειολογία 2 η : (ιατρ.) κλάδος της παθολογίας που μελετά την καρδιά και τα αγγεία του σώματος.

[λόγ. < ελνστ. ἀγγειολογία `εγχείρηση στις φλέβες΄ σημδ. γαλλ. angiologie (< angio- = αγγειο- 2 + -logie = -λογία)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες