Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγειοκινητικός
1 εγγραφή
αγγειοκινητικός -ή -ό [angioinitikós] Ε1 : (ιατρ., για νεύρα) που κινεί τα αιμοφόρα αγγεία.

[λόγ. αγγειο- 2 + κινητικός μτφρδ. διεθ. vasomotion, vasomotor]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες