Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγγειοκινητικός -ή -ό [angio
initikós] Ε1 : (ιατρ., για νεύρα) που κινεί τα αιμοφόρα αγγεία. [λόγ. αγγειο- 2 + κινητικός μτφρδ. διεθ. vasomotion, vasomotor]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. αγγειο- 2 + κινητικός μτφρδ. διεθ. vasomotion, vasomotor]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |