Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγάρεμα
1 εγγραφή
αγγάρεμα το [aŋgárema] Ο49 : η ενέργεια του αγγαρεύω και με επέκταση η καταναγκαστική εργασία. || (λογοτ.) αυτός που τον αγγαρεύουν να κάνει κτ.: Ραγιάδες, αγγαρέματα του κάθε δυνατού.

[αγγαρεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες