Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαλματοποιία
1 εγγραφή
αγαλματοποιία η [aγalmatopiía] Ο25 : η τέχνη της κατασκευής αγαλμάτων: Περίφημοι τεχνίτες στην ~ και στο δούλεμα των μετάλλων.

[λόγ. < ελνστ. ἀγαλματοποιΐα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες