Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγίνωτος
1 εγγραφή
αγίνωτος -η -ο [ajínotos] Ε5 : α.που δεν έχει ωριμάσει· άγουρος. ANT γινωμένος: Tέτοια εποχή τα σταφύλια είναι ακόμα αγίνωτα. Aγίνωτα σπαρτά. || Aγίνωτο κρασί / ψωμί, που δεν έχει υποστεί ζύμωση. β. (λογοτ., μτφ.) που δεν έχει φτάσει ακόμα στην πληρότητά του· ανώριμος: Tο αγίνωτο ακόμα πνεύμα του εφήβου.

[α- 1 γινω(μένος) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες