Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγέραστος
1 εγγραφή
αγέραστος -η -ο [ajérastos] Ε5 : που δε γερνάει ποτέ, που φαίνεται πάντα νέος· ακμαίος, θαλερός: ~ άνθρωπος. Aγέραστη νιότη, αιώνια. || (μτφ.): Οι αγέραστες κωμωδίες του βωβού κινηματογράφου.

[α- 1 γερασ- (γεράζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες