Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγέλαστος
1 εγγραφή
αγέλαστος -η -ο [ajélastos] Ε5 : που συνήθ. δε γελάει, σκυθρωπός, κατσούφης: ~ άνθρωπος. αγέλαστα ΕΠIΡΡ: Άκουσε ~ τη χαρμόσυνη είδηση.

[αρχ. ἀγέλαστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες