Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγάλι [aγáli] & αγάλια [aγá
a] επίρρ. τροπ. : (λογοτ.) συνήθ. ~ ~ ή αγάλια αγάλια. 1. αργά, σιγά σιγά, βαθμιαία: Έλιωνε απ΄ την αρρώστια ~ ~, σαν το κερί. ΠAΡ ~ ~ γίνεται η αγουρίδα μέλι, χρειάζεται κόπος και χρόνος για να κατορθώσει κανείς κτ. || ΠAΡ ~ ~ το φιλί*, για να ΄χει νοστιμάδα. 2. απαλά, γλυκά: Έλα, ύπνε, ~ ~ στου παιδιού το προσκεφάλι. [μσν. αγάλι < *αγάλιν < *αγάληνα (με βάση τη φρ. αγάλην΄ αγάληνα) < επίρρ. αγαληνά (μετακ. τόνου κατά το ήσυχα) < μσν. αγαληνός < αρχ. επίθ. γαληνός (ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-γal > enaγal > en-aγal] )· αγάλι επίρρ. -α κατά τα άλλα επιρρ.]
- αγαλιάζω [aγalázo] Ρ2.1α : (λογοτ.) ηρεμώ, ησυχάζω: Aγάλιασε η θάλασσα μετά την καταιγίδα.
[μσν. αγαλιάζω < αγάλ(ι) -ιάζω]
- αγάλιασμα το [aγálazma] Ο49 : (λογοτ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αγαλιάζω: Tο ~ της θάλασσας.
[αγαλιασ- (αγαλιάζω) -μα]



