Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβροδίαιτος
1 εγγραφή
αβροδίαιτος -η -ο [avroδíetos] Ε5 : (λόγ.) που ζει ή που έχει ανατραφεί με όλες τις ανέσεις· καλομαθημένος, λεπτεπίλεπτος: Aβροδίαιτη κυρία. αβροδίαιτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἁβροδίαιτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες