Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβέβαιος
1 εγγραφή
αβέβαιος -η -ο [avéveos] Ε5 : I.(για πρόσ.) που αμφιβάλλει, που δεν είναι βέβαιος, σίγουρος για κτ.: Είμαι ~ για το μέλλον. Είμαι λίγο ~ για την ορθότητα του επιχειρήματος. II1. που μας κάνει να είμαστε αβέβαιοι. α. που δεν μπορούμε να προβλέψουμε με σιγουριά την εξέλιξή του ή την κατάληξή του· απροσδιόριστος, αστάθμητος, αμφίβολος: Mας τρομάζει το σκοτεινό και αβέβαιο μέλλον. Ρευστή και αβέβαιη πολιτική κατάσταση. Aβέβαιο εισόδημα, επισφαλές. β. που αμφιβάλλουμε για την αλήθεια ή την ορθότητά του. ANT σίγουρος: Θολές και αβέβαιες μνήμες. Aβέβαιες προβλέψεις. γ. είναι αβέβαιο αν…, δεν είναι βέβαιο, σίγουρο…: Είναι αβέβαιο αν θα φύγουμε αύριο. 2. (για ενέργεια) που γίνεται με τρόπο που δείχνει αμφιβολία ή δισταγμό. ANT σταθερός, σίγουρος: Προχωρούσε με αβέβαιο και φοβισμένο βήμα. Mιλούσε με τρεμάμενη και αβέβαιη φωνή. αβέβαια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀβέβαιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες