Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αέριος
1 εγγραφή
αέριος -α -ο [aérios] Ε6 : που έχει την ίδια φύση με τον αέρα· αεριώδης: Aέρια μάζα / κατάσταση. Aέρια καύσιμα. Aέριο σώμα, αέριο. || (ως ουσ.) το αέριο*.

[λόγ. < αρχ. ἀέριος `ομιχλώδης΄ σημδ. γαλλ. gazeux]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες