Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- ίχνος το [íxnos] Ο46 (συνήθ. πληθ., εκτός από τη σημ. 3β) : 1. αποτύπωμα, σημάδι από πόδια ανθρώπου ή ζώου πάνω στο έδαφος· πατημασιά, αχνάρι: Bαθιά / αμυδρά / ελαφρά / ευδιάκριτα / δυσδιάκριτα / πρόσφατα ίχνη. Ήταν αδύνατο να τους ακολουθήσουμε, γιατί το πυκνό χιόνι έσβηνε αμέσως τα ίχνη τους. || (μτφ.): Aκολουθώ τα ίχνη κάποιου, ακολουθώ τον ίδιο δρόμο στη ζωή, τον μιμούμαι στα έργα, στις πράξεις και στους στόχους. (έκφρ.) βαδίζω* στα ίχνη κάποιου. 2. οτιδήποτε απομένει στον τόπο από όπου πέρασε ή όπου έγινε ή υπήρξε κτ.: Ίχνη τροχών / αυτοκινήτου / φωτιάς. Tα ίχνη ενός εγκλήματος. Οι δράστες έφυγαν χωρίς να αφήσουν κανένα ~. Ίχνη αρχαίου ναού. Ίχνη αρχαίου πολιτισμού. || (μτφ.): Tα βιώματα της παιδικής ηλικίας αφήνουν ανεξίτηλα ίχνη σε ολόκληρη τη μετέπειτα ζωή του ανθρώπου. 3α. ύπαρξη σε ελάχιστη, μηδαμινή ποσότητα: H μικροβιολογική εξέταση έδειξε ίχνη λευκώματος στα ούρα. β. (μτφ., με γεν. αφηρημένης έννοιας σε αρνητικές προτάσεις)· (πρβ. στάλα, δράμι): ~ ντροπής δεν έχει πάνω του, δε νιώθει καθόλου ντροπή, δεν ντρέπεται καθόλου. Ούτε ~ αλήθειας δεν υπάρχει σε όσα λες.
[λόγ. < αρχ. ἴχνος]
- ιχνοστοιχείο το [ixnostixío] Ο39 (συνήθ. πληθ.) : (βιολ.) μικρές ποσότητες χημικών στοιχείων που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη ενός οργανισμού.
[λόγ. ίχν(ος) -ο- + στοιχείον μτφρδ. αγγλ. trace element]



