Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιόν το [ión] Ο52 (συνήθ. πληθ.) : (φυσ.) το ηλεκτρικώς φορτισμένο άτομο ή μόριο, που κινείται προς έναν αντίθετα φορτισμένο πόλο: Aρνητικά φορτισμένα ιόντα, ανιόντα. Θετικά φορτισμένα ιόντα, κατιόντα.
[λόγ. < αγγλ. ion (στη νέα σημ.) < αρχ. ἰόν ουδ. μεε. του ρ. εrμι `πηγαίνω΄]
- ιονίζω [ionízo] -ομαι Ρ2.1 : (φυσ.) μεταβάλλω ουδέτερα άτομα ή μόρια σε ιόντα· ιοντίζω.
[λόγ. < διεθ. ionize < ion = ιόν -ize = -ίζω]
- ιόνιος -α -ο [iónios] Ε6 : 1. Iόνιο πέλαγος και ως ουσ. το Iόνιο, ονομασία της θάλασσας που βρίσκεται ανάμεσα στην Ελλάδα και την Iταλία. Iόνια νησιά, τα Επτάνησα. 2. που ανήκει ή που αναφέρεται στο Iόνιο πέλαγος ή στα Iόνια νησιά: Iόνιο Πανεπιστήμιο. Iόνια Aκαδημία.
[λόγ. < αρχ. Ἰόνιος]
- ιονισμός ο [ionizmós] Ο17 : (φυσ.) η μεταβολή ουδέτερων μορίων ή ατόμων σε αντίθετα ιόντα· ιοντισμός.
[λόγ. ιονισ- (ιονίζω) -μός μτφρδ. διεθ. ioni zation (ion = ιόν)]
- ιονόσφαιρα η [ionósfera] Ο27 : ανώτερο στρώμα της ατμόσφαιρας που παρουσιάζει μεγάλη περιεκτικότητα σε ιόντα και ηλεκτρόνια.
[λόγ. < γαλλ. ionosphère < ion = ιόν -ο- + sphère = σφαίρα]
- ιοντίζω [iondízo] -ομαι Ρ2.1 : (φυσ.) μεταβάλλω ουδέτερα άτομα ή μόρια σε ιόντα· ιονίζω.
[λόγ. ιοντ- (δες ιόν) -ίζω]
- ιοντικός -ή -ό [iondikós] Ε1 : που έχει σχέση με τα ιόντα: Iοντικό μέγεθος, συγκέντρωση ιόντων σε διάλυμα, σε υλικό.
[λόγ. ιοντ- (δες ιόν) -ικός μτφρδ. γαλλ. ionique < ion = ιόν -ique = -ικός]
- ιοντισμός ο [iondizmós] Ο17 : (φυσ.) η μεταβολή ουδέτερων μορίων ή ατόμων σε αντίθετα ιόντα· ιονισμός.
[λόγ. ιοντισ- (ιοντίζω) -μός μτφρδ. διεθ. ionization (ion = ιόν)]
- ιόντωση η [ióndosi] Ο33 : ιοντισμός.
[λόγ. ιοντ- (ιοντίζω) -ω(σις) > -ωση μτφρδ. διεθ. ionization (ion = ιόν)]