Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ίνα
2 εγγραφές [1 - 2]
ίνα η [ína] Ο25 : το καθένα από τα λεπτότατα νήματα που, ενωμένα σε δέσμες, αποτελούν ένα σώμα ζωικό, φυτικό ή ορυκτό: Οι ίνες των μυών. Mυϊκές ίνες. Φυτικές ίνες. Ίνες αμιάντου. || Kλωστικές ίνες.

[λόγ. < αρχ. ἴς, αιτ. ἴνα]

ινάτι το [ináti] Ο44 : (λαϊκότρ.) γινάτι.

[τουρκ. inat ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες