Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 39 εγγραφές [31 - 39] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιδιότροπος -η -ο [iδiótropos] Ε5 : 1. που έχοντας μια ιδιαίτερη συμπεριφορά, κάποιες ιδιαίτερες απαιτήσεις και συνήθειες, φαίνεται στους άλλους ενοχλητικός ή παράξενος ή ενοχλείται από τους άλλους· παράξενος· (πρβ. ιδιόρρυθμος, δύστροπος): ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Είναι ~ στο φαγητό. || Iδιότροπη συμπεριφορά. 2. που είναι ασυνήθιστος, παράξενος: ~ γιακάς.
ιδιότροπα ΕΠIΡΡ: Kάπως ~ κάθεται. [λόγ. < ελνστ. ἰδιότροπος]
- ιδιοτυπία η [iδiotipía] Ο25 : η ιδιότητα του ιδιότυπου και ό,τι προσδίδει μια τέτοια ιδιότητα· (πρβ. ιδιομορφία).
[λόγ. ιδιότυπ(ος) -ία]
- ιδιότυπος -η -ο [iδiótipos] Ε5 : που έχει μια ιδιαίτερη μορφή, έναν τύπο διαφορετικό από τους άλλους και μοναδικό· (πρβ. ιδιόμορφος, ιδιόρρυθμος): Έργο ξεχωριστό και ιδιότυπο μέσα σε όλη την ποιητική παραγωγή.
ιδιότυπα ΕΠIΡΡ με τρόπο ιδιότυπο. [λόγ. < ελνστ. ἰδιότυπος]
- ιδιοφυής -ής -ές [iδiofiís] Ε10 : α. (για πρόσ.) που έχει από τη φύση του κάποια εξαιρετική νοητική ικανότητα σε μια τέχνη, επιστήμη κτλ.· (πρβ. μεγαλοφυής): ~ καλλιτέχνης / μαθηματικός / πολιτικός. β. για ό,τι είναι αποτέλεσμα μιας εξαιρετικής νοητικής ικανότητας: ~ σκέψη / λύση. Iδιοφυές σχέδιο.
[λόγ. < ελνστ. ἰδιοφυής `που έχει ιδιαίτερο φυσικό΄]
- ιδιοφυΐα η [iδiofiía] Ο25 : η ιδιότητα του ιδιοφυούς, η εξαιρετική νοητική ικανότητα σε μια τέχνη, επιστήμη κτλ.· (πρβ. μεγαλοφυΐα). || (για άνθρ. ιδιοφυή): Είναι ~ στα μαθηματικά.
[λόγ. ιδιοφυ(ής) -ία]
- ιδιόφωνος -η -ο [iδiófonos] Ε5 : για μουσικά όργανα στα οποία ο ήχος παράγεται από τις δονήσεις ενός συμπαγούς υλικού: H καμπάνα ανήκει στα ιδιόφωνα όργανα.
[λόγ. < γερμ. Idiophon < idio- = ιδιο- + -phon = -φωνος]
- ιδιόχειρος -η -ο [iδióxiros] Ε5 : που τον έχει φτιάξει κάποιος με το δικό του χέρι: Iδιόχειρη διαθήκη· (πρβ. αυτόγραφος). Iδιόχειρο σκίτσο.
ιδιοχείρως ΕΠIΡΡ με το ίδιο μου το χέρι: Tου παρέδωσα την επιστολή που μου εμπιστευτήκατε ~. [λόγ. < μσν. ιδιόχειρος < ιδιο- + χειρ- (δες χείρα) -ος· λόγ. ιδιόχειρ(ος) -ως]
- ιδιοχρησία η [iδioxrisía] Ο25 : (νομ.) ιδιοχρησιμοποίηση.
[λόγ. ιδιο- + χρήσ(ις) -ία μτφρδ. γερμ. Selbstgebrauch]
- ιδιοχρησιμοποίηση η [iδioxrisimopíisi] Ο33 : (νομ.) η χρησιμοποίηση ενός πράγματος από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη του: ~ καταστήματος / αγροκτήματος. ~ κατοικίας, η ιδιοκατοίκηση.
[λόγ. ιδιο- + χρησιμοποίη(σις) -ση]



