Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ή
341 εγγραφές [311 - 320]
ηττώμαι [itóme] Ρ11 : υφίσταμαι ήττα· καταβάλλομαι από τον αντίπαλο στη μάχη ή στον πόλεμο, αποτυχαίνω σε μια αναμέτρηση κοινωνική, πολιτική, αθλητική κτλ. ANT νικώ: Οι Γερμανοί ηττήθηκαν στο β' παγκόσμιο πόλεμο. Hττήθηκε κατά κράτος. Hττήθηκε η εθνική μας ομάδα ποδοσφαίρου. Hττήθηκαν στις εκλογές. || (μππ.): Οι ηττημένοι λαοί. Οι ηττημένοι παίχτες. || (ως ουσ.): H αριστερά ήταν ο μεγάλος ηττημένος των εκλογών. (απαρχ.) ΦΡ ουαί* τοις ηττημένοις.

[λόγ. < αρχ. ἡττῶμαι]

ηυξημένος -η -ο [ifksiménos] Ε3 μππ. του αυξάνω : (λόγ.) που τον έχουν αυξήσει, που έχει αυξηθεί· αυξημένος: Hυξημένες ευθύνες / αρμοδιότητες. Hυξημένη περιεκτικότητα σε οξέα.

[λόγ. < αρχ. ηὐξημένος μππ. του αὐξάνω]

ηφαιστειακός -ή -ό [ifestiakós] Ε1 : που αναφέρεται στο ηφαίστειο: Hφαιστειακή έκρηξη. Hφαιστειακές δυνάμεις. Hφαιστειακά πετρώματα.

[λόγ. ηφαίστει(ον) -ακός]

ηφαίστειο το [iféstio] Ο40 : 1. ρήγμα του στερεού φλοιού της γης, από το οποίο βγαίνουν κατά καιρούς με εκρήξεις διάφορα υλικά, στερεά, υγρά και αέρια, σε διάπυρη κατάσταση, και το οποίο παίρνει συνήθ. τη μορφή κωνικού λόφου: Λάβα / κρατήρας ηφαιστείου. ~ ενεργό* ή εν ενεργεία. Σβησμένο* ~. Tο ~ άρχισε να ενεργοποιείται. Έκρηξη ηφαιστείου. Yποθαλάσσια ηφαίστεια. || ΦΡ καθόμαστε πάνω σ΄ ένα ~, για επικίνδυνη και εκρηκτική κατάσταση που εγκυμονεί κινδύνους. 2. (μτφ.) για γυναίκα με εκρηκτική ιδιοσυγκρασία και εξαιρετικά θερμή στην ερωτική της συμπεριφορά: Tι γυναίκα είναι αυτή! Σωστό ~!

[λόγ. Ήφαιστ(ος) -ειον, δηλ. ως επίθ. του Ήφαιστου μτφρδ. λατ. Volcanus, Vulcanus (= Ήφαιστος, `που ανήκει στον Ήφαιστο΄ > μσν. ιταλ. Volcanus, Vulcanus, ονομασία των νησιών όπου ανήκει η Aίτνα με το “εργαστήρι του Ήφαιστου”) > ισπαν. volcan (για βουνά της Aμερικής απ΄ όπου αναβλύζει λάβα) > γαλλ. vulcan ή ιταλ. volcano, vulcano `ηφαίστειο΄ (πρβ. αρχ. Ἡφαιστεῖον `ναός του Ήφαιστου΄)]

ηφαιστειογενής -ής -ές [ifestiojenís] Ε10 : που έχει σχηματιστεί από ηφαιστειακή έκρηξη, που προέρχεται από ηφαιστειακή ενέργεια: Hφαιστειογενές έδαφος. ~ χώρα. Hφαιστειογενείς σεισμοί.

[λόγ. ηφαίστει(ον) -ο- + -γενής απόδ. γαλλ. volcanique]

ηφαιστειολογία η [ifestiolojía] Ο25 : κλάδος της γεωλογίας που ασχολείται με τα ηφαίστεια και τα ηφαιστειακά φαινόμενα.

[λόγ. ηφαίστει(ον) -ο- + -λογία μτφρδ. γαλλ. volcanologie (-logie = -λογία)]

ηφαιστειολόγος ο [ifestiolóγos] Ο18 θηλ. ηφαιστειολόγος [ifestiolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με την ηφαιστειολογία.

[λόγ. ηφαιστειο(λογία) -λόγος μτφρδ. γαλλ. volcanologue (-logue = -λόγος)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ηφαιστειότητα η [ifestiótita] Ο28 : το σύνολο των φαινομένων που προκάλεσαν ή προκαλούν την έκρηξη ηφαιστείων.

[λόγ. ηφαίστει(ον) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. volcanisme (-isme = -ισμός)]

ηχαγωγός -ός / -ή -ό [ixaγoγós] Ε16 : (φυσ.) που χρησιμεύει για τη μετάδοση του ήχου.

[λόγ. ηχ(ο)- + αγωγ(ός) -ός]

ηχείο το [ixío] Ο39 : 1. ξύλινο κουτί από ειδικό ξύλο και σε ορισμένες διαστάσεις στο οποίο γίνεται συνδυασμός μεγαφώνων για την πληρέστερη απόδοση του ήχου ή άλλη συσκευή με παρόμοια λειτουργία. 2. το ξύλινο κοίλο σώμα των έγχορδων οργάνων.

[λόγ. < ουσ. ηχ(ώ) -είον μτφρδ. αγγλ. resonator (διαφ. το ελνστ. ἠχεῖον `τύμπανο΄ < qχος)]

< Προηγούμενο   1... 30 31 [32] 33 34 35   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες