Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
341 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηλεκτρολογικός -ή -ό [ilektrolojikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτρολογία ή στον ηλεκτρολόγο: Hλεκτρολογικό υλικό.
[λόγ. ηλεκτρολόγ(ος) -ικός]
- ηλεκτρολόγος ο [ilektrolóγos] Ο18 θηλ. ηλεκτρολόγος [ilektrolóγos] Ο35 : α. τεχνίτης ή τεχνικός ειδικευμένος στην ηλεκτρολογία· (πρβ. ηλεκτροτεχνίτης): Οι ηλεκτρολόγοι και οι υδραυλικοί είναι σήμερα περιζήτητοι. ~ αυτοκινήτων. || ειδικός τεχνίτης του θεάτρου που ασχολείται με το φωτισμό. β. επιστήμονας ειδικευμένος στην ηλεκτρολογία: Σπουδάζει ~ μηχανικός.
[λόγ. ηλεκτρο(λογία) -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ηλεκτρόλυση η [ilektrólisi] Ο33 : ηλεκτροχημικό φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζονται χημικές μεταβολές, όταν μέσα από τους ηλεκτρολύτες διέρχεται ηλεκτρικό ρεύμα.
[λόγ. < γαλλ. électrolyse < νλατ. electrolysis < electro- = ηλεκτρο- + -lysis < αρχ. λύ(σις) -ση]
- ηλεκτρολύτης ο [ilektrolítis] Ο10 : κάθε χημική ένωση που διασπάται στα στοιχεία της με τη βοήθεια του ηλεκτρικού ρεύματος.
[λόγ. < διεθ. electro- = ηλεκτρο- + -lyte < αρχ. λυτός, π.χ. αγγλ. electrolyte, σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. του παλαιότερου ηλεκτρόλυτο(ν)]
- ηλεκτρολυτικός -ή -ό [ilektrolitikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ηλεκτρόλυση ή που γίνεται με ηλεκτρόλυση: Hλεκτρολυτική διάσπαση, το φαινόμενο του χωρισμού ενός ηλεκτρολύτη σε θετικά και αρνητικά ιόντα με την επίδραση του νερού. Hλεκτρολυτικό στοιχείο.
[λόγ. < διεθ. electro lyt(e) = ηλεκτρολύτ(ης) -ic = -ικός]
- ηλεκτρομαγνήτης ο [ilektromaγnítis] Ο10 : μαγνήτης που λειτουργεί με τη διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος σε πηνίο.
[λόγ. < αγγλ. electromagnet < electro- = ηλεκτρο- + magnet < αρχ. μαγνῆτις, μαγνήτης]
- ηλεκτρομαγνητικός -ή -ό [ilektromaγnitikós] Ε1 : που αναφέρεται στον ηλεκτρομαγνητισμό: Hλεκτρομαγνητικό φαινόμενο / πεδίο. Hλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Hλεκτρομαγνητικά κύματα.
[λόγ. < αγγλ. electro magnetic < electro- + magnetic = μαγνητικός]
- ηλεκτρομαγνητισμός ο [ilektromaγnitizmós] Ο17 : κλάδος του ηλεκτρισμού που μελετά τις αλληλεπιδράσεις ηλεκτρικών ρευμάτων και μαγνητικών πεδίων.
[λόγ. < αγγλ. electromagnetism < electro- = ηλεκτρο- + magnetism = μαγνητισμός]
- ηλεκτρομηχανή η [ilektromixaní] Ο29 : γενική ονομασία κάθε μηχανής που παράγει ηλεκτρισμό ή λειτουργεί με ηλεκτρισμό.
[λόγ. ηλεκτρο- + μηχανή μτφρδ. γαλλ. électromachine (électro- = ηλεκτρο-)]
- ηλεκτρομηχανική η [ilektromixanikí] Ο29 : κλάδος της ηλεκτρολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των ηλεκτρικών κατασκευών.
[λόγ. < αγγλ. electromechanics < electro- = ηλεκτρο- + mechanics = μηχανική]